συνδαυλιστής

συνδαυλιστής
ο, Ν [συνδαυλίζω]
1. αυτός που ανασκαλεύει τη φωτιά για να δυναμώσει
2. μτφ. αυτός που αναμοχλεύει παλιά ή και ξεχασμένα πάθη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”